- ευανθής
- (5ος αι. π.Χ.). Βασιλιάς της Σαλαμίνας της Κύπρου (465-450 π.Χ.). Έγινε γνωστός από τα νομίσματά του, τα οποία κόπηκαν περίπου το 450 π.Χ.
* * *-ές (ΑΜ εὐανθής, -ές)1. αυτός που έχει ή παράγει ωραία και πολλά άνθη («εὐανθὴς καὶ εὐώδης τόπος», Πλάτ.)2. ανθηρός, θαλερός, ωραίοςαρχ.1. αυτός που είναι στολισμένος με άνθη2. (για φυτά) αυτός που έχει πλούσια άνθιση, που ανθίζει άνετα, ελεύθερα, άφθονα3. φαιδρός, λαμπρός («χρώμα ευανθές», Πλάτ.)4. κόκκινος, ροδόχρους («αἰδοῑ, ἧς οὐδὲν εὐανθέστερον χρῶμα», Κλήμ. Αλ.)5. (για τις πρώτες τρίχες τών γενείων ή για πρόσ. και καταστάσεις) ωραίος, ανθηρός6. φρ. α) «τὸ εὐανθὲς τοῡ ὄρνιθος» — τα λαμπρά χρώματα τού πτηνούβ) «εὐανθὴς ὀργή» — ευγενικός τρόπος (Πίνδ.)γ) (για σύγκριση) «ἅλμη εὐανθεστέρα» — άλμη αλμυρότερη.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -ανθής (< άνθος), πρβλ. πολυ-ανθής, χλο-ανθής].
Dictionary of Greek. 2013.